Mε τις με αρ.12623/2024 και 12617/2024 αποφάσεις του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών έγιναν δεκτές αγωγές αποφοίτων Γεωτεχνολογίας και Περιβάλλοντος (τ.Ορυχείων) και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλει σε έκαστο ενάγοντα αποζημίωση ύψους 2.000€ πλέον τόκων, λόγω της παράνομης παράλειψής του να τους απονείμει επαγγελματικά δικαιώματα μέσω προεδρικού διατάγματος:
«9. Επειδή, με την αγωγή τους οι ενάγοντες αποδίδουν στη Διοίκηση την παράνομη παράλειψη εκδόσεως του προεδρικού διατάγματος για τον καθορισμό των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων, ως πτυχιούχων, κατά περίπτωση, του Τμήματος Μηχανικών Γεωτεχνολογίας και Περιβάλλοντος, του Τμήματος Μηχανικών Περιβάλλοντος και Μηχανικών Αντιρρυπάνσεως, καθώς και του Τμήματος Ορυχείων της Σχολής Τεχνολογικών Εφαρμογών του ΤΕΙ Κοζάνης και, μετέπειτα, Δυτικής Μακεδονίας, ήτοι ως Μηχανικών ΤΕ. Η αποδιδόμενη αυτή παράνομη παράλειψη των οργάνων του εναγόμενου στοιχειοθετείται, εν προκειμένω, δεδομένης της σχετικής δέσμιας αρμοδιότητας της Διοικήσεως, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στην έβδομη σκέψη. Όσα δε περί του αντιθέτου προβάλλει το εναγόμενο Δημόσιο, με το από 26.9.2024 παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημά του, για διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της αποδιδόμενης σε αυτό παρανομίας και της ηθικής βλάβης των εναγόντων, ένεκα των νεότερων διατάξεων του ανωτέρω ν. 4610/2019, είναι απορριπτέα, ως αβάσιμα. Και τούτο, διότι, όπως αναφέρεται επίσης στη σκέψη 7, με βάση τα κριθέντα στην υπ’ αριθ. 2073/2022 απόφαση της επταμελούς συνθέσεως του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας και υπό την ισχύ της νεότερης αυτής εξουσιοδοτικής διατάξεως, εξακολουθεί η παράλειψη εκδόσεως του απαιτούμενου προεδρικού διατάγματος, την οποία, άλλωστε, δεν αρνείται ούτε το εναγόμενο. Εξ άλλου, απορριπτέα είναι και όσα ισχυρίζεται το Δημόσιο, στο ίδιο ως άνω υπόμνημά του, σχετικά με τις νομοθετικές τροποποιήσεις για το συγκεκριμένο ΤΕΙ, καθώς, όπως επίσης έχει κριθεί, τέτοιες οργανωτικές μεταβολές, συμπεριλαβανομένων τυχόν συγχωνεύσεων, είναι άνευ επιρροής από την άποψη αυτή (πρβλ. ΣτΕ 2040/2017).
10. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης του Δημοσίου, βάσει του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, ως προς την αποδιδόμενη και, εν τέλει, διαγνωσθείσα παράνομη παράλειψη των οργάνων του. Με δεδομένο δε τον εξακολουθητικό χαρακτήρα της εν λόγω διαρκούς παρανομίας, οι αξιώσεις των εναγόντων δεν έχουν υποπέσει στην, εν προκειμένω, εφαρμοστέα πενταετή παραγραφή, παρά τα όσα περί του αντιθέτου προβάλλει το εναγόμενο (βλ. ΔΕφΑθ 671/2021). Ομοίως, απορριπτέα ως αβάσιμα είναι και όσα προβάλλει το εναγόμενο, στο ίδιο ως άνω μετά της συζητήσεως υπόμνημά του, για την εκ μέρους τους μη επίκληση συγκεκριμένης ηθικής βλάβης. Και τούτο διότι η ηθική βλάβη των εναγόντων προκύπτει, κατά τρόπο επαρκώς ορισμένο, από τη φύση της διαγνωσθείσας παρανομίας, με βάση και τα δεδομένα της λογικής και της κοινής πείρας (βλ. ΔΕφΑθ 672/2021). Δεδομένης δε της βαρύτητας της εν λόγω παρανομίας και της ιδιαίτερης ταλαιπωρίας που αυτή έχει προκαλέσει στους παραδεκτώς ενάγοντες, το Δικαστήριο κρίνει εύλογο να επιδικασθεί σε έκαστο εξ αυτών το ποσό των 2.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, κατά μερική αποδοχή του αγωγικού τους αιτήματος».