ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΥΨΟΥΣ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ-ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΙΚΑ

ΑΚΥΡΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΠΡΑΞΗΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΤΟΥ ΕΦΚΑ-ΕΜΠΡΟΘΕΣΜΟ ΕΝΣΤΑΣΗΣ
June 26, 2020
ΑΠΟΝΟΜΗ ΣΥΝΤΑΞΩΝ ΣΤΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥ e-ΕΦΚΑ ΑΠΟ ΙΔΙΩΤΕΣ-ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΔΕΔΥ ΣΤΟ ΣΤΕ
July 26, 2021

Με την με αρ.Α17523/2020 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών έγινε δεκτό ότι, το περιεχόμενο της ενυπόγραφης δήλωσης εργαζόμενης που έγινε στο στάδιο του ελέγχου εκ μέρους των οργάνων του ΙΚΑ, δεν αρκεί για τον προσδιορισμό του ύψους των αποδοχών της, αφού, αφενός, δεν συνεπικουρείται ούτε επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο στοιχείο, αφετέρου, τα ασφαλιστικά όργανα εσφαλμένως δεν έλαβαν υπόψη τα λοιπά νόμιμα αποδεικτικά μέσα που τέθηκαν στη διάθεσή τους, ήτοι τις προσκομισθείσες εκ μέρους της εργοδότριας επιχειρήσεως βεβαιώσεις αποδοχών της εργαζόμενης.

Αριθμός απόφασης: Α17523 /2020-ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ
Τμήμα: 9ο Μονομελές


5. Επειδή, ενόψει των διατάξεων του άρθρου 26 παρ. 1, 9 και 11 του αν. ν. 1846/1951, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 23 – 26 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, συνάγεται ότι εάν ο εργοδότης τηρεί προσηκόντως τα στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές και εν γένει τις επιβαλλόμενες υποχρεώσεις για την ασφάλιση του απασχολούμενου προσωπικού, τα ελεγκτικά όργανα του ΙΚΑ φέρουν το βάρος της απόδειξης ότι τα δεδομένα που προκύπτουν από τα στοιχεία που τηρεί ο εργοδότης είναι εικονικά. Αντιθέτως, εάν ο εργοδότης δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται από τις ανωτέρω διατάξεις για την απόδειξη του αριθμού των υπαγομένων στην ασφάλιση προσώπων, του είδους και του χρόνου της απασχόλησης και του ύψους των αποδοχών, τα αρμόδια όργανα του ΙΚΑ δύνανται να προσδιορίζουν τις καταβλητέες εισφορές με βάση τα στοιχεία της ασφαλιστικής σχέσης τα οποία καθορίζουν κατά την κρίση τους (βλ. ΣτΕ 2920/2013, 3421/2007 κ.ά.). Και στην περίπτωση όμως αυτή, δεν αρκεί μόνο η καταγγελία του εργαζόμενου, αλλά η κρίση των αρμοδίων οργάνων του ΙΚΑ για την πραγματοποιηθείσα απασχόληση πρέπει να συναχθεί μετά από έρευνα με ενδεδειγμένο τρόπο και με κάθε κατάλληλο κατά την κρίση τους μέσο, το ίδιο δε ισχύει και για τα εν συνεχεία τυχόν επιλαμβανόμενα διοικητικά δικαστήρια, τα οποία έχουν υποχρέωση να προβαίνουν σε ιδιαίτερη κρίση περί της νομιμότητας και ορθότητας της κρίσης των ασφαλιστικών οργάνων του ΙΚΑ, ενόψει των προβαλλομένων με την προσφυγή ισχυρισμών και των προσκομιζομένων προς απόδειξη αυτών στοιχείων (πρβλ. ΣτΕ 3065/2014, 1209/2013, 2609/2006).

6. Επειδή, περαιτέρω, κατά την έννοια των άρθρων 121 παρ. 1 του προαναφερθέντος Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, ενώπιον των οργάνων που κρίνουν επί ασφαλιστικού ζητήματος, λαμβάνονται υπόψη ως νόμιμα αποδεικτικά μέσα οι μαρτυρίες προσώπων που κατέθεσαν ενώπιον των οργάνων αυτών, ώστε να επιτρέπεται ο έλεγχος της αξιοπιστίας τους, καθώς και οι εξηγήσεις των ενδιαφερομένων, οι οποίες βρίσκονται στο φάκελο της υποθέσεως (βλ. ΣτΕ 21/2006, 3795/2014, 2689/2015), όχι όμως και οι υπεύθυνες δηλώσεις του ν. 1599/1986, οι οποίες δεν αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα (βλ. ΣτΕ 3795, 1192/2014, 1241/2009, πρβλ. ΣτΕ 1175/1992). Συνεπώς, κατά τη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, λαμβάνονται υπόψη αφενός οι ενώπιον των ασφαλιστικών οργάνων νόμιμες μαρτυρίες, οι οποίες αποτελούν στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, αφετέρου οι μαρτυρίες που λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179 επ. του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

10. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και βάσει όσων έγιναν δεκτά ερμηνευτικώς και λαμβάνοντας, ειδικότερα, υπόψη ότι: α) εάν ο εργοδότης τηρεί προσηκόντως τα προβλεπόμενα από το νόμο στοιχεία και γενικά τις επιβαλλόμενες υποχρεώσεις για την ασφάλιση του προσωπικού που απασχολεί, τα ελεγκτικά όργανα του φέρουν πλήρως το βάρος της απόδειξης ότι τα ασφαλιστικά δεδομένα, που προκύπτουν από τα τηρούμενα από τον εργοδότη στοιχεία, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ενώ αντίθετα, εάν αυτός δεν τηρεί τις θεσπιζόμενες από τις διατάξεις αυτές υποχρεώσεις, τα αρμόδια όργανα του ΙΚΑ μπορούν να προσδιορίζουν τις καταβλητέες εισφορές βάσει των στοιχείων της ασφαλιστικής σχέσης, που κατά την κρίση τους προκύπτουν με κάθε ενδεδειγμένο τρόπο, στηριζόμενα σε κάθε πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο, συνεκτιμώμενων και αυτών που τυχόν επικαλείται και προσκομίζει ο εργοδότης, ο οποίος φέρει πλέον το βάρος της απόδειξης περί των αντιθέτων, β) στην ένδικη υπόθεση τα ασφαλιστικά όργανα, προκειμένου να διαπιστώσουν εάν η ασφάλιση της εργαζόμενης ήταν σύμφωνη με τις αποδοχές που πράγματι ελάμβανε, στηρίχθηκαν μόνον στην ενυπόγραφη δήλωσή της περί λήψης καθαρών αποδοχών ύψους 860 ευρώ, η οποία δόθηκε ενώπιον των ελεγκτών και καταγράφηκε στην έκθεση ελέγχου, ενώ, ορθώς δεν έλαβαν υπόψη την προσκομισθείσα ενώπιον της ΤΔΕ υπεύθυνη δήλωση της ιδίας, με την οποία κατ΄ ουσίαν ανακαλεί τα αρχικώς δηλωθέντα ενώπιον του ελέγχου, αφού αυτή δεν αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο, γ) ωστόσο, το περιεχόμενο της προαναφερθείσας ενυπόγραφης δήλωσης της εργαζόμενης δεν αρκεί για τον προσδιορισμό του ύψους των αποδοχών της, αφού, αφενός, δεν συνεπικουρείται ούτε επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο στοιχείο, αφετέρου, τα ασφαλιστικά όργανα εσφαλμένως δεν έλαβαν υπόψη τα λοιπά νόμιμα αποδεικτικά μέσα που τέθηκαν στη διάθεσή τους, ήτοι τις προσκομισθείσες εκ μέρους της προσφεύγουσας βεβαιώσεις αποδοχών της εργαζόμενης, το περιεχόμενο και τη γνησιότητα των οποίων ουδόλως αμφισβήτησε το καθ΄ ου, ως νομίμως τηρούμενων από την εργοδότρια στοιχείων, και δ) από το περιεχόμενο των παραπάνω βεβαιώσεων αποδοχών προκύπτει ότι η εργαζόμενη κατά το έτος 2011 έλαβε σύνολο μικτών αποδοχών 14.107,63 ευρώ και σύνολο καθαρών 11.820,12 ευρώ, και κατά το έτος 2012, έλαβε σύνολο μικτών αποδοχών 9.020,65 ευρώ και σύνολο καθαρών 7.458,80 ευρώ, που αντιστοιχούν σε μηνιαίους μισθούς ακαθάριστου ποσού 1.007,69 ευρώ για το 2011 και 644,33 ευρώ (Χ14 μήνες) για το 2012, και, πάντως, όχι σε μηνιαίο μισθό ακαθάριστου ύψους 1.030 ευρώ, βάσει του οποίου τα όργανα του ΙΚΑ έκριναν ότι θα έπρεπε να ασφαλιστεί η εργαζόμενη, δοθέντος δε ότι από το διοικητικό φάκελο δεν προκύπτει, ούτε το καθ΄ ου αμφισβητεί ότι οι εισφορές που έχουν καταβληθεί για την εργαζόμενη αντιστοιχούν στις προαναφερόμενες μικρότερες αποδοχές, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν αποδείχθηκε ότι η εργαζόμενη …απασχολήθηκε στην επιχείρηση της προσφεύγουσας κατά τη χρονική περίοδο 8ο/2011 – 3ο/2012, αμειβόμενη με μηνιαίες ακαθάριστες αποδοχές μεγαλύτερες από εκείνες, βάσει των οποίων ασφαλίστηκε. Κατόπιν τούτων, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία η ΤΔΕ δέχθηκε τα αντίθετα δεν είναι νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί, κατ΄ αποδοχή του σχετικού ισχυρισμού της προσφεύγουσας, για το λόγο δε αυτό παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων της προσφυγής.