Ακύρωση πράξης καταλογισμού ασφαλιστικών εισφορών λόγω παράνομου προσδιορισμού των αποδοχών του εργαζόμενου εκ μέρους του ΙΚΑ
Αριθμός απόφασης Α2020/2020-Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών Τμήμα 9ο
- Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και βάσει όσων έγιναν δεκτά ερμηνευτικώς και λαμβάνοντας, ειδικότερα, υπόψη ότι: α) εάν ο εργοδότης τηρεί προσηκόντως τα προβλεπόμενα από το νόμο στοιχεία και γενικά τις επιβαλλόμενες υποχρεώσεις για την ασφάλιση του προσωπικού που απασχολεί, τα ελεγκτικά όργανα του φέρουν πλήρως το βάρος της απόδειξης ότι τα ασφαλιστικά δεδομένα, που προκύπτουν από τα τηρούμενα από τον εργοδότη στοιχεία, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ενώ αντίθετα, εάν αυτός δεν τηρεί τις θεσπιζόμενες από τις διατάξεις αυτές υποχρεώσεις, τα αρμόδια όργανα του ΙΚΑ μπορούν να προσδιορίζουν τις καταβλητέες εισφορές βάσει των στοιχείων της ασφαλιστικής σχέσης, που κατά την κρίση τους προκύπτουν με κάθε ενδεδειγμένο τρόπο, στηριζόμενα σε κάθε πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο, συνεκτιμώμενων και αυτών που τυχόν επικαλείται και προσκομίζει ο εργοδότης, ο οποίος φέρει πλέον το βάρος της απόδειξης περί των αντιθέτων, β) στην ένδικη υπόθεση τα ασφαλιστικά όργανα, προκειμένου να διαπιστώσουν εάν η ασφάλιση της εργαζόμενης ήταν σύμφωνη με τις αποδοχές που πράγματι ελάμβανε, στηρίχθηκαν μόνον στην ενυπόγραφη δήλωσή της περί λήψης καθαρών αποδοχών ύψους 1.100 ευρώ, η οποία δόθηκε ενώπιον των ελεγκτών και καταγράφηκε στην έκθεση ελέγχου, ενώ, ορθώς δεν έλαβαν υπόψη την προσκομισθείσα ενώπιον της ΤΔΕ υπεύθυνη δήλωση της ιδίας, με την οποία κατ΄ ουσίαν ανακαλεί τα αρχικώς δηλωθέντα ενώπιον του ελέγχου, αφού αυτή δεν αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο, ενόψει δε αυτών δεν κρίνεται σκόπιμη η αναπομπή της υπόθεσης στην ΤΔΕ προς περαιτέρω αυτοπρόσωπη εξέτασή της, γ) ωστόσο, το περιεχόμενο της προαναφερθείσας ενυπόγραφης δήλωσης της εργαζόμενης δεν αρκεί για τον προσδιορισμό του ύψους των αποδοχών της, αφού, αφενός, δεν συνεπικουρείται ούτε επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο στοιχείο, αφετέρου, τα ασφαλιστικά όργανα εσφαλμένως δεν έλαβαν υπόψη τα λοιπά νόμιμα αποδεικτικά μέσα που τέθηκαν στη διάθεσή τους, ήτοι τόσο τις μαρτυρίες των προσώπων που εμφανίστηκαν αυτοπροσώπως ενώπιον της ΤΔΕ, όσο και τις προσκομισθείσες εκ μέρους της προσφεύγουσας βεβαιώσεις αποδοχών της εργαζόμενης, το περιεχόμενο και τη γνησιότητα των οποίων ουδόλως αμφισβήτησε το καθ΄ ου, ως νομίμως τηρούμενων από την εργοδότρια στοιχείων, και δ) από το περιεχόμενο των παραπάνω βεβαιώσεων αποδοχών προκύπτει ότι η εργαζόμενη κατά τα έτη 2010, 2011 και 2012 έλαβε σύνολο ακαθάριστων αποδοχών 17.094,42, 15.969,76 και 16.969,21 ευρώ, αντίστοιχα, που αντιστοιχούν σε μηνιαίους μισθούς ακαθάριστου ποσού 1.221,03, 1.140,69 και 1.212,08 ευρώ (Χ14 μήνες), και, πάντως, όχι σε μηνιαίο μισθό ακαθάριστου ύψους 1.310,00 ευρώ, βάσει του οποίου τα όργανα του ΙΚΑ έκριναν ότι θα έπρεπε να ασφαλιστεί η εργαζόμενη, δοθέντος δε ότι από το διοικητικό φάκελο δεν προκύπτει, ούτε το καθ΄ ου αμφισβητεί ότι οι εισφορές που έχουν καταβληθεί για την εργαζόμενη αντιστοιχούν στις προαναφερόμενες μικρότερες αποδοχές, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν αποδείχθηκε ότι η εργαζόμενη ……… απασχολήθηκε στην επιχείρηση της προσφεύγουσας κατά τη χρονική περίοδο 2ο/2010 – 3ο/2012, αμειβόμενη με μηνιαίες ακαθάριστες αποδοχές μεγαλύτερες από εκείνες, βάσει των οποίων ασφαλίστηκε. Κατόπιν τούτων, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία η ΤΔΕ δέχθηκε τα αντίθετα δεν είναι νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί, κατ΄ αποδοχή του σχετικού ισχυρισμού της προσφεύγουσας, για το λόγο δε αυτό παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων της προσφυγής.